Τότε που σ' είδα νά 'ρχεσαι με τ' άλλα χελιδόνια, τότε και μόλις ένοιωσα για ποια χαρά μιλούσαν μέσα στα φύλλα τα πουλιά, τα πνεύματα στα κλώνια, κι οι πεταλούδες που στο φως νιογέννητες ξυπνούσαν.
Το μονοπάτι διάβαινες κι είχες μια λάμψη τόση, μια τέτοιαν άνθινη ομορφιά στο νοτισμένο χώμα, που δίχως άλλο η Άνοιξη θα σ' είχεν ανταμώσει, και κάτω απ' τις αμυγδαλιές σε φίλησε στο στόμα.