Αγεράκι τα φτερά σου λίγο κόψε... Φόβον έχω το γιαλό μην ανασάνει, τι εδώ πά στο φεγγαρόλουστο λιμάνι μια βαρκούλα αποκοιμήθηκεν απόψε.
Λαγαρή και φωτερή η θωριά της πέφτει στων νερών τον ολοκάθαρο καθρέφτη, και θαρρείς πως είδεν όνειρο η καημένη από ανέμους κι από κύμα αποσταμένη.
Να γελούν οι φαντασίες εμάς μονάχα! Νά που αράζει σε νησάκια διαμαντένια, σε ουρανούς φωτοχυμένους λάμνει - τάχα. Μην ξυπνήσει απ᾿ το ταξίδι έχω έννοια...
Κόσμε, αλάργευε από δώ, λεφούσι, πέρνα. Μην ταράξεις το υπνοφάντασμα, διαβάτη. Στων νεράιδων τη σπηλιά κοιμήσου, μπάτη, πίνε ακόμα συ, βαρκάρη, στην ταβέρνα!